Ρ. Κίπλινγκ |
τα 'χουν χαμένα και φταίχτη σε κράζουν για τούτο.
Αν μπορείς να πιστεύεις σε σένα, σαν όλοι για σένα αμφιβάλλουν,
μα και ν' ανέχεσαι εσύ ν' αμφιβάλλουν για σένα.
Αν μπορείς να προσμένεις, χωρίς ν' αποκάνεις ποτέ καρτερώντας.
Κι αν, σα σε μπλέξουνε ψεύτες, εσύ σε ψευτιές δεν ξεπέσεις.
Κι αν μισημένος, κρατείς την ψυχή σου κλεισμένη στο μίσος,
μα χωρίς και να δείχνεις ποτέ περισσή καλωσύνη
κι ουδέ πάρα πολύ συνετός στις κουβέντες σου να 'σαι.
Αν μπορείς να ονειρεύεσαι, δίχως ωστόσο να γίνεις
των ονείρων σου σκλάβος ποτέ. Κι αν στοχάζεσαι πάντα,
μα χωρίς και να κάνεις τη Σκέψη σκοπό σου.
Αν μπορείς ν' ανταμώνεις τον Θρίαμβο κ' είτε την Ήττα
και να φέρνεσαι πάντα στους δυο κατεργάρους αυτούς ολοΐδια
Αν μπορείς να υποστείς μίαν αλήθεια που λες, να τη βλέπεις,
διαστρεμμένη απ' αχρείους, να γίνει για βλάκες παγίδα.
Κι αν της ζωής σου το έργο, μπορείς να το βλέπεις συντρίμμια,
και να σκύβεις ξανά, να το χτίζεις ξανά, με φθαρμένα εργαλεία.
Αν μπορείς να σωριάζεις μια στίβα τα κέρδη, το βιός σου,
και σε μια ζαριά να ρισκάρεις τα πάντα, μια κ' έξω,
και να χάνεις, και πάλιν ν' αρχίζεις απ' τ' άλφα,
δίχως ποτέ μια κουβέντα να πεις για τα κέρδη που πάνε.
Αν μπορείς ν' αναγκάσεις τα νεύρα, τους μυς, την καρδιά σου,
να δουλεύουν ακόμα για σε κι αφού σπάσουν, κι αφού παραλύσουν,
κι έτσι μπορείς να κρατήσεις ακόμα, σα μέσα σου πια δεν υπάρχει
τίποτα – ξον απ' τη θέληση που τους προστάζει: «Βαστάτε!».
Αν με τα πλήθη μιλώντας, φιλάξεις την πάσα αρετή σου.
Κι αν με Ρηγάδες παρέα, δεν χάσεις το νου σου.
Κι αν ούτε εχτροί, μα ούτε φίλοι ακριβοί, να σε πλήξουν μπορούνε.
Κι αν λογαριάζεις τους πάντες, αλλά και κανέναν περίσσια.
Και αν μπορείς να διατρέχεις στο κάθε λεφτό, που αδυσόπητο φεύγει.
όλο τον δρόμο που πρέπει να γίνεται μες στους εξήντα τους χτύπους,
τότε δική σου θα' ναι όλη η Γη, κι ό,τι μέσα της κλείνει,
και – τρανότερο! – τότε πια γένηκες Άντρας, παιδί μου!