Η Επιτροπή της Νομοθετικής Συνέλευσης της Αγίας Πετρούπολης σε θέματα εκπαίδευσης, πολιτισμού και επιστήμης ενέκρινε το σχέδιο αναστήλωσης της ελληνικής εκκλησίας προς τιμή του Αγίου Δημητρίου του Θεσσαλονικιού στη λεωφόρο Λίγκοβσκι.
Η Ελληνική εκκλησία του Αγ. Δημητρίου στην Αγ. Πετρούπολη της Ρωσιας ξεκινα απο τις αρχες του 18ου αιωνα.Το πρώτο οικοδόμημα το οποίο ανεγέρθηκε στη σημερινή Πετρούπολη ήταν η εκκλησία στο εσωτερικό του φρουρίου «Petropavlovskoye», η οποία χρονολογείται από το 1703, όταν ήταν αυτοκράτορας της Ρωσίας ο Μεγάλος Πέτρος, ο οποίος είχε δάσκαλο και φίλο του τον Έλληνα Θεόδωρο Γκολοβήν (Κομνηνός) του Αλεξίου, αποφάσισε την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας.
Τότε, το πρώτο μισό του 18ου αι., η Πετρούπολη ήταν εργοτάξιο εντατικής ανοικοδόμησης.
Τότε, το πρώτο μισό του 18ου αι., η Πετρούπολη ήταν εργοτάξιο εντατικής ανοικοδόμησης.
Στην εκκλησία αυτή τελούνταν όλες οι ιερές ακολουθίες των πρώτων οικιστών της νέας πρωτεύουσας. Μεταξύ των πιστών υπήρχαν και Έλληνες, οι οποίοι αποτελούνταν από δημόσιους υπαλλήλους, από οικοδόμους, τεχνίτες, αγιογράφους και από εμπόρους.
Αργότερα, με την οικοδόμηση και επέκταση της νέας πρωτεύουσας, μεταξύ των κρατικών κτηρίων ανοικοδομήθηκαν ο ιερός ναός του Αγίου Ισαάκ και ο ιερός ναός της Παναγίας του Καζάν. Βεβαίως, με την οικοδόμηση και αύξηση της πόλης, αυξήθηκε και ο αριθμός των πρώτων οικιστών και μεταξύ αυτών και των Ελλήνων, οι οποίοι οργανώθηκαν σε Κοινότητα.
Η ίδρυση της κοινότητας πραγματοποιήθηκε, ύστερα από τη συλλογική απόφαση των Ελλήνων της Πετρουπολέως και τη σχετική άδεια των κρατικών αρχών. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι με την άδεια θεσπίστηκε και η καλή συνήθεια να τελείται η θεία λειτουργία στην ελληνική γλώσσα, στον ιερό ναό της Παναγίας του Καζάν.
Με την πάροδο του χρόνου, η πόλη επεκτεινόταν και οι οικιστές αυξάνονταν. Οι πρώτοι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στα απόκεντρα τμήματα της Πετρούπολης. Η αύξηση των μελών της ελληνικής Κοινότητας παρουσίαζε την ανάγκη ανέγερσης ναού, αφού για τις ανάγκες της θείας λειτουργίας συγκεντρώνονταν στο παρεκκλήσι της ελληνικής πρεσβείας. Έτσι, ύστερα από ενέργειες της ελληνικής πρεσβείας, οι τοπικές αρχές παραχώρησαν οικόπεδο στην τοποθεσία Πεσκί, μεταξύ του καναλιού Λίγοβσκοε και των κτιρίων της τετάρτης οδού των Χριστουγέννων. Ο χώρος ο οποίος παραχωρήθηκε ήταν αρκετός για την ανέγερση ιερού ναού.
Τότε τα μέλη της ελληνικής Κοινότητας άνοιξαν ειδικό λογαριασμό και συνέθεσαν ερανική επιτροπή, αλλά στάθηκε αδύνατο να συγκεντρωθεί το χρηματικό ποσό το οποίο χρειαζόταν. Ως από μηχανής θεός στο πρόβλημα παρουσιάστηκε ο έλληνας μαικήνας και εθνικός ευεργέτης Δημήτριος Μπεναρδάκης του Εγόρου.
Ο Δημήτρης Μπεναρδάκης πρότεινε να αναλάβει ο ίδιος όλες τις δαπάνες για την ανέγερση του ιερού ναού στην Πετρούπολη (η οποία θα λειτουργούσε ως ναός της ελληνικής πρεσβείας) και το χρηματικό ποσό το οποίο συγκέντρωσε η ερανική επιτροπή να στελνόταν στην Αθήνα για την αναπαλαίωση του ιερού ναού του Αγίου Νικόδημου (του ναού της ρωσικής πρεσβείας).
Οι προτάσεις του Δημητρίου Μπεναρδάκη έγιναν δεκτές, τόσο από την ελληνική Κοινότητα της Πετρούπολης, όσο και από τις ρωσικές αρχές.
Και ο Δ. Μπεναρδάκης ικανοποιημένος, διότι έγιναν δεκτές οι προτάσεις του, ήλθε σε συνεννόηση με τον αρχιτέκτονα καθηγητή Ρ. Ν. Κουζμήν.
Έτσι, με την άδεια του αυτοκράτορα της Ρωσίας και την αρχιτεκτονική επιμέλεια του καθηγητή Ρ. Ν. Κουζμήν, ανεγέρθηκε ο ιερός ναός του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, ως ναός της ελληνικής πρεσβείας και της ελληνικής Κοινότητας της Πετρουπολέως.
Ο Ναός του Αγ.Δημητρίου Πετρούπολης
Ο θεμέλιος λίθος του ναού τοποθετήθηκε με μεγαλοπρέπεια στις 25 Μαΐου 1861. Η κτητορική επιγραφή, στη ρωσική γλώσσα, τοποθετήθηκε σε τοίχο της νότιας πλευράς του ναού και ανέφερε τα ακόλουθα: «Αυτός ο ορθόδοξος ναός επ', ονόματι του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης θεμελιώθηκε στις 25 Μαΐου 1861 δαπάνες του υπολοχαγού Μπεναρδάκη,, αντιπροσώπου του βασιλέα της Ελλάδας στην Πετρούπολη, με τη βοήθεια του (πρέσβη) κόμη Μ. Ν. Σούτσου και του γενικού πρόξενου Ν. Ε. Κοντογιαννάκη».
Ο Δημήτρης Μπεναρδάκης ήταν Κρητικής καταγωγής. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε το 1799 στην Χίο και άλλες στο Ταϊγάνι. Μάλλον, πιστεύω, ότι πρέπει να δεχθούμε τη δεύτερη εκδοχή, μια και το πατρώνυμό του, το οποίο αναφέρεται, ήταν το γνωστό όνομα Εγκόρ. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του, τον συναντούμε ως αξιωματικό του τάγματος των Ουσάρων, απ' όπου όμως γρήγορα απολύθηκε για λόγους οικογενειακούς, στις 18 Ιανουαρίου 1823, με το βαθμό του υπολοχαγού. Ο έλληνας μαικήνας ασχολήθηκε με το εμπόριο κρασιών και στην Πετρούπολη ήταν γνωστός στα μέσα του περασμένου αιώνα ως κτηματίας και οινοβιομήχανος. Η οικογένεια του κατοικούσε στον αριθμό 68 της λεωφόρου Νέβσκι. Σήμερα, το κτήριο της οικογένειας Βερναρδάκη χρησιμοποιείται ως Οίκος των καλλιτεχνών της Πετρούπολης.
Εκτός από αυτήν την οικοδομή, στην οικογένεια του Δημητρίου Βερναρδάκη ανήκαν και τρία άλλα οικοδομήματα στη λεωφόρο Γκρέτσεσκογιε (Ελληνική).
Ο Δημήτριος Βερναρδάκης είναι γνωστός ως χορηγός προς το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Εθνικό Μουσείο Αθηνών. Εκτός από αυτές τις δωρεές, καθιέρωσε υποτροφίες για νέους οι οποίοι σπούδαζαν και βοήθησε οικονομικά πολλούς Έλληνες της Ρωσίας. Σε ρωσικό δημοσίευμα αναφέρεται ότι η Ελλάδα του οφείλει πολλά.
Ο ίδιος υπηρέτησε και τη δεύτερη του πατρίδα με τιμή και αξιοπρέπεια. Για την προσφορά του στη Ρωσία τιμήθηκε με πολλά παράσημα. Θα αναφέρουμε εδώ ορισμένες πρόσφορές του: Στον Δημήτρη Βερναρδάκη ανήκει η κατασκευή του κυματοθραύστη της _ρονστάτ. Στον ίδιο ανήκει η οργάνωση της εμποροπανήγυρης στην πόλη Γορόντσα, η ενίσχυση του μοναστηριού Μακάρεβσκογιε στην πόλη Νίζνι - Νόβγκοροντ κ. λ.π. Για τη συμμετοχή του αυτή στην κοινωνική ζωή της Ρωσίας του αναγνωρίστηκε η αρχοντική καταγωγή του.
Ο Δημήτριος Βερναρδάκης είχε τη ρωσική αλλά και την ελληνική υπηκοότητα. Είχε 8 παιδιά, τρία αγόρια και πέντε κορίτσια. Το 1856 ένα από τα αγόρια του γράφτηκε στη νομική σχολή του πανεπιστήμιου της Πετρούπολης. Στα ρωσικά αρχεία, και μάλιστα στον ατομικό φάκελο του Νικολάου Μπεναρδάκη, υπάρχει η απόφαση του βασιλιά της Ελλάδος να παρασημοφορηθεί με τον χρυσό σταυρό του Σωτήρος και μπορεί να τον φέρει μαζί του ακόμη και αποφοιτώντας από το πανεπιστήμιο.
Ο περιοδικός τύπος της Αυτοκρατορικής Ρωσίας της δεκαετίας του 60 του 19ου αι., δημοσίευσε τα χρηματικά ποσά τα οποία ο Δημήτριος Βερναρδάκης χορηγούσε τόσο για την Ρωσία όσο και για την Ελλάδα. Το 1861, με επιχορήγηση του Δημητρίου Μπεναρδάκη, προκηρύχθηκε διεθνής διαγωνισμός για την μακέτα του Μουσείου των Αθηνών.
Για την προσφορά του προς τον Πόντο πληροφορούμαστε από το βιβλίο του Ανέστη Παπαδόπουλου «Αναμνήσεις και νοσταλγήματα από τον Πόντο μας», τα παρακάτω: Στο Καπή -κιόϊ (Ζάζα) λειτούργησε μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο Κεντρική Σχολή με τέσσερεις τάξεις (Δ΄,Ε΄,ΣΤ΄,Ζ΄) που δίδασκαν τέσσερεις δάσκαλοι απόφοιτοι του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας. Μετά από παρότρυνση του Τραπεζούντιου ιατρού Γεωργίου Συμβουλίδη, ο Δημήτριος Μπεναρδάκης έστελνε κάθε χρόνο 300 ρούβλια για τη συντήρηση και λειτουργία του καλοοικοδομημένου διδακτηρίου που ονομάστηκε Βερναρδάκιος Σχολή. Σ' αυτή τη Σχολή ο Ανέστης Παπαδόπουλος δίδαξε το σχολικό έτος 1917 - 1918».
Για τον Δημήτρη Μπεναρδάκη ο γνωστός ρώσος λογοτέχνης Σ. Τ. Ακσάκοβ έγραψε τα ακόλουθα χαρακτηρίστηκα: «Ο Έλληνας Μπεναρδάκης μου έδωσε 2.000 ρούβλια για τον Γκόγκολ. Ο Μπεναρδάκης είναι ευφυής άνθρωπος. Πρώτος αυτός στην Πετρούπολη ονόμασε τον Γκόγκολ μεγαλοφυή συγγραφέα και θεώρησε ευτυχή τον εαυτό του που τον γνώρισε. Είχα πει στον Γκόγκολ ότι θα έγραφα στον Μπεναρδάκη, το γνωστό και θαυμάσιο Έλληνα, να στείλει για σένα 2.000 ρούβλια».
Ας επανέλθουμε στον ιερό ναό Αγίου Δημητρίου για τον οποίο πρέπει να αναφέρουμε ότι αποφασίσθηκε να χτιστεί ως Βυζαντινός ναός του 6ου με 11ου αι., και ότι ο αρχιτέκτονας καθηγητής Κούζμην φρόντισε, μια και υπήρχε αρκετό οικόπεδο, να έχει ο ναός και κήπο. Τελικά το οικόπεδο αυτό με τον ναό και τον κήπο του επέτρεψαν στον αρχιτέκτονα να δημιουργήσει μια καινούρια οδό στην περιοχή, στην οποία χτίστηκαν διάφορα πέτρινα μονώροφα σπίτια, για αυτούς που υπηρετούσαν στο ναό. Στο τέλος, αυτή η καινούρια οδός ονομάστηκε Ελληνική, στην οποία όχι μόνο κατοικούσαν εκεί Έλληνες, αλλά και από το γεγονός ότι όσοι υπηρετούσαν στο ναό προέρχονταν από την Αθήνα.
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης στην Πετρούπολη θεωρήθηκε από πολλούς ως πρότυπο βυζαντινού ναού στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορικής Ρωσίας. Από καλλιτεχνικής και διακοσμητικής πλευράς είχε το στυλ βυζαντινού ναού της Ελλάδος και του Αγίου Όρους. Επάνω από τον τρούλο του ναού υψωνόταν σταυρός 25 περίπου μέτρων. Εξάλλου, τα 40 παράθυρα του ναού, από τα οποία τα 24 ήταν στον τρούλο, βοηθούσαν στο να φωτίζονται οι τοιχογραφίες του από το φως που περνούσε από αυτά. Τέλος, ο ναός είχε άριστη ακουστική.
Η ρωσική διανόηση εκτίμησε την αρχιτεκτονική, αλλά και γενικά την καλλιτεχνική αξία του ναού. Χαρακτηριστικά ο Ν. Π. Πέτροβ αναφέρει ότι είναι τόσο πολλά τα πλεονεκτήματα αυτού του ναού, ώστε η αποσιώπησή τους σημαίνει ότι δεν υπογραμμίζεται η πραγματική τους αξία. Χαρακτηρίζοντας ο ίδιος την αρχιτεκτονική του ναού, αναφέρει ότι αυτός ανήκει στο ρωμαϊκό - βυζαντινό στυλ. Και συνεχίζει γράφοντας ότι τα πρώτα κτήρια των εκκλησιών στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν έτοιμα σπίτια σε στυλ Βασιλικής, δηλαδή ορθογωνίου, όπως ο ναός του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Όταν όμως εξαπλώθηκε ο Χριστιανισμός στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά, το αρχιτεκτονικό σχήμα των ναών πήρε τη μορφή του σταυρού. Ο σταυροειδής ναός βέβαια επικράτησε αργότερα την Ανατολή. Πριν από το σταυροειδή ναό είχαμε τον τετράγωνο (όπως είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη) και τον κυκλικό (όπως είναι ο ναός του Αγίου Βιτάλιου στη Ραβέννα και του Αγίου Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη). Ο ναός του Αγίου Δημητρίου στην Πετρούπολη είχε αρχιτεκτονικά ως πρότυπο το ναό του Αγίου Γεωργίου Θεσσαλονίκης, με κύριο χαρακτηριστικό την τοποθέτηση κλίμακας με 9 σκαλοπάτια. Άλλο χαρακτηριστικό του ναού ήταν ο κατάλληλος χρωματισμός της εξωτερικής κατ' απομίμηση έγχρωμής, πάντοτε εξωτερικά, μια κόκκινη ζώνη, όπως σ΄ όλα τα παλιά χριστιανικά κτήρια.
Στο εσωτερικό της θύρας του καμπαναριού μια άλλη κτητορική επιγραφή, στη ρωσική γλώσσα, μας θύμιζε τα εγκαίνια του ναού: «Ανεγέρθη αυτός ο ναός του Αγίου Δημητρίου επί Αυτοκρατορίας Αλέξανδρου Β΄ (1855 - 1881), δαπάνες Δημητρίου Μπεναρδάκη, υπό την επίβλεψη του (Γενικού Πρόξενου) Κοντογιαννάκη. Η ανοικοδόμηση άρχισε το 1861 και ολοκληρώθηκε το 1864. Αρχιτέκτονας ήταν ο Κουζμήν» . Η ίδια κτητορική επιγραφή ήταν και στην ελληνική γλώσσα.
Σχετικά με την τοιχογραφία του εσωτερικού του ναού, ο συγγραφέας Πετρόβ ανέφερε χαρακτηριστικά ότι αυτός πραγματοποιήθηκε με φόντο το χρυσό και ότι γενικά κατασκευάστηκε ώστε να είναι ασυγκρίτως καλύτερη από όλους τους άλλους ναούς της Πετρούπολης. Εδώ θα αναφέρουμε ότι οι μεγάλες φορητές εικόνες του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και της Αγίας Παρασκευής μεταφέρθηκαν στην Πετρούπολη από την Ελλάδα, από τον αρχιμανδρίτη Πράξιο.
Στα εγκαίνια του ναού, στις 31 Οκτωβρίου 1865, ο ιερέας Αλέξιος Λαβρόβσκι τόνισε ότι ο ναός του Αγίου Δημητρίου μπορεί να γίνει ο ενδιάμεσος κρίκος στην αναθέρμανση της ορθοδόξου παραδόσεως, την οποία θα κρατήσει αναλλοίωτη.
Με την έναρξη της λειτουργίας του ναού, πρώτος ιερατικός προϊστάμενος διορίστηκε ο αρχιμανδρίτης Νεόφυτος, ο οποίος γεννήθηκε και μορφώθηκε στην Αθήνα. Εγκατέλειψε τον κόσμο αυτόν το 1892 στην Πετρούπολη. Ακολούθησε ο αρχιμανδρίτης Προκόπιος (κατά κόσμον Παρασκευάς Κουκουλάρης), ο οποίος γεννήθηκε το 1858 στην Αθήνα και μορφώθηκε εκεί. Στην Πετρούπολη πήγε το 1892, μετά από άδεια και ευλογία του μητροπολίτου Ισιδώρου.
Αρκετά κολακευτικά λόγια γράφτηκαν στον περιοδικό τύπο εκείνης της εποχής για το ναό του Αγίου Δημητρίου Πετρούπολης. Ας δούμε ένα δημοσίευμα του 1868: «Από τα καινούρια κτήρια της Πετρούπολης, η ελληνική εκκλησία έχει την καλύτερη αρχιτεκτονική. Από την πρώτη ματιά φαίνεται ότι ο αρχιτέκτονας καθηγητής Κουζμήν ήθελε να μας δείξει ένα δείγμα της πρώιμης εποχής του Χριστιανισμού και της Βυζαντινής καλλιτεχνίας. Η εκκλησία έχει συνολικά 40 παράθυρα, χάρις στα οποία το κτήριο είχε πολύ φως. Ο πολυέλαιος κατασκευάστηκε από καθαρό ασήμι και έχει επιβλητικό ύφος.»
Η λειτουργία του ναού άλλαξε και την περιοχή η οποία γέμισε με νέα κτήρια, επιβλητικού ρυθμού.
Το 1886 ο αρχιτέκτονας Κ. Σ. Αφανάσεβ αναστήλωσε το ναό του Αγίου Δημητρίου, χωρίς όμως να αλλάξει ουσιαστικά τίποτε, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του ναού.
Η λειτουργία του ναού συνεχίστηκε ως το 1938. Αλλά τον Ιανουάριο του 1939 ο ναός, ύστερα από εντολή των σοβιετικών οργάνων, έκλεισε και απαγορεύτηκε η λειτουργία του. Τελευταίος ιερατικός προϊστάμενος του ναού ήταν ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Δούκας.
Πράγματι, το 1961, την εποχή του Ν. Σ. Χρουτσώφ, η ελληνική εκκλησία του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης γκρεμίστηκε και στην θέση της ανεγέρθηκε η αίθουσα συναυλιών «Οκτιαμπρόσκαγια ».
Στις 16 Νοεμβρίου 1962, λίγο πριν αρχίσουν το κτίσιμο της αίθουσας συναυλιών, στην εκσκαφή των θεμελίων, οι εργάτες βρήκαν πλάκα από γρανίτη, στη μέση της οποίας υπήρχε μια τρύπα σκεπασμένη από άλλη μικρή πλάκα διαστάσεων 25,5 _ 17,5 εκατοστά. Όταν οι εργάτες έβγαλαν τη μικρή πλάκα, βρήκαν ρωσικά νομίσματα των ετών 1867, 1869 και 1870. Τελικά, κάτω από την πλάκα βρέθηκε σηκός, στους τοίχους του οποίου υπήρχαν λευκά πλακάκια. Στο κέντρο του σηκού υπήρχε μεταλλικό φέρετρο, το οποίο είχε στο εσωτερικό του ξύλινο φέρετρο με πτώμα ανδρός, πλούσια ντυμένου. Στο ίδιο μέρος υπήρχε μολύβδινο κιβώτιο όπου βρέθηκαν 6 φωτογραφίες ανδρών και γυναικών, μερικά νομίσματος και η βιογραφία του νεκρού, με τυπογραφικά στοιχεία. Από την βιογραφία προέκυψε ότι ο νεκρός ήταν του Δημητρίου Εγκόροβιτς Μπεναρδάκη, ο οποίος γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1799, δαπάνες του οποίου ανεγέρθη ο ναός του Αγίου Δημητρίου. Αυτός εγκατέλειψε τον κόσμο αυτόν στις 28 Μαΐου 1870, στο Βισμπάντεν και με την άδεια του Αυτοκράτορα Αλέξανδρου Β΄ θάφτηκε εκεί, στις 21 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς.
Τόση ήταν η εκτίμηση της ρωσικής κοινωνίας στο πρόσωπο του Δημήτρη Μπεναρδάκη, ώστε, όταν μεταφέρθηκε ο νεκρός του σιδηροδρομικώς από το Βισμπάντεν στην Πετρούπολη, στον σιδηροδρομικό σταθμό Νικολάεβσκ της πρωτεύουσας, πρώτος απ΄ όλους τον υποδέχθηκε ο αυτοκράτορας. Στο Βισμπάντεν, όταν βαλσάμωναν τον νεκρό του Δημήτρη Μπεναρδάκη, ανακάλυψαν ότι έλειπε η καρδιά του. Αργότερα μαθεύτηκε ότι η καρδιά του θάφτηκε στην Ελλάδα.
Το 1866 ο Δημήτριος Μπεναρδάκη έστειλε στην Κρήτη ένα ιστιοφόρο πλοίο με πλήρη πολεμοφόδια, όπλα και άλευρα για βοήθεια στους επαναστάτες. Αλλά και ο γιος του Νικόλαος βοήθησε με πολλούς τρόπους τον αγώνα των Κρητικών.
Πηγή: oraman.eu Επιμέλεια: Σωκράτης Αγγελίδης διδάκτωρ Ιστορίας- Ασιολογίας
Αργότερα, με την οικοδόμηση και επέκταση της νέας πρωτεύουσας, μεταξύ των κρατικών κτηρίων ανοικοδομήθηκαν ο ιερός ναός του Αγίου Ισαάκ και ο ιερός ναός της Παναγίας του Καζάν. Βεβαίως, με την οικοδόμηση και αύξηση της πόλης, αυξήθηκε και ο αριθμός των πρώτων οικιστών και μεταξύ αυτών και των Ελλήνων, οι οποίοι οργανώθηκαν σε Κοινότητα.
Η ίδρυση της κοινότητας πραγματοποιήθηκε, ύστερα από τη συλλογική απόφαση των Ελλήνων της Πετρουπολέως και τη σχετική άδεια των κρατικών αρχών. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι με την άδεια θεσπίστηκε και η καλή συνήθεια να τελείται η θεία λειτουργία στην ελληνική γλώσσα, στον ιερό ναό της Παναγίας του Καζάν.
Με την πάροδο του χρόνου, η πόλη επεκτεινόταν και οι οικιστές αυξάνονταν. Οι πρώτοι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στα απόκεντρα τμήματα της Πετρούπολης. Η αύξηση των μελών της ελληνικής Κοινότητας παρουσίαζε την ανάγκη ανέγερσης ναού, αφού για τις ανάγκες της θείας λειτουργίας συγκεντρώνονταν στο παρεκκλήσι της ελληνικής πρεσβείας. Έτσι, ύστερα από ενέργειες της ελληνικής πρεσβείας, οι τοπικές αρχές παραχώρησαν οικόπεδο στην τοποθεσία Πεσκί, μεταξύ του καναλιού Λίγοβσκοε και των κτιρίων της τετάρτης οδού των Χριστουγέννων. Ο χώρος ο οποίος παραχωρήθηκε ήταν αρκετός για την ανέγερση ιερού ναού.
Τότε τα μέλη της ελληνικής Κοινότητας άνοιξαν ειδικό λογαριασμό και συνέθεσαν ερανική επιτροπή, αλλά στάθηκε αδύνατο να συγκεντρωθεί το χρηματικό ποσό το οποίο χρειαζόταν. Ως από μηχανής θεός στο πρόβλημα παρουσιάστηκε ο έλληνας μαικήνας και εθνικός ευεργέτης Δημήτριος Μπεναρδάκης του Εγόρου.
Ο Δημήτρης Μπεναρδάκης πρότεινε να αναλάβει ο ίδιος όλες τις δαπάνες για την ανέγερση του ιερού ναού στην Πετρούπολη (η οποία θα λειτουργούσε ως ναός της ελληνικής πρεσβείας) και το χρηματικό ποσό το οποίο συγκέντρωσε η ερανική επιτροπή να στελνόταν στην Αθήνα για την αναπαλαίωση του ιερού ναού του Αγίου Νικόδημου (του ναού της ρωσικής πρεσβείας).
Οι προτάσεις του Δημητρίου Μπεναρδάκη έγιναν δεκτές, τόσο από την ελληνική Κοινότητα της Πετρούπολης, όσο και από τις ρωσικές αρχές.
Και ο Δ. Μπεναρδάκης ικανοποιημένος, διότι έγιναν δεκτές οι προτάσεις του, ήλθε σε συνεννόηση με τον αρχιτέκτονα καθηγητή Ρ. Ν. Κουζμήν.
Έτσι, με την άδεια του αυτοκράτορα της Ρωσίας και την αρχιτεκτονική επιμέλεια του καθηγητή Ρ. Ν. Κουζμήν, ανεγέρθηκε ο ιερός ναός του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, ως ναός της ελληνικής πρεσβείας και της ελληνικής Κοινότητας της Πετρουπολέως.
Ο Ναός του Αγ.Δημητρίου Πετρούπολης
Ο θεμέλιος λίθος του ναού τοποθετήθηκε με μεγαλοπρέπεια στις 25 Μαΐου 1861. Η κτητορική επιγραφή, στη ρωσική γλώσσα, τοποθετήθηκε σε τοίχο της νότιας πλευράς του ναού και ανέφερε τα ακόλουθα: «Αυτός ο ορθόδοξος ναός επ', ονόματι του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης θεμελιώθηκε στις 25 Μαΐου 1861 δαπάνες του υπολοχαγού Μπεναρδάκη,, αντιπροσώπου του βασιλέα της Ελλάδας στην Πετρούπολη, με τη βοήθεια του (πρέσβη) κόμη Μ. Ν. Σούτσου και του γενικού πρόξενου Ν. Ε. Κοντογιαννάκη».
Ο Δημήτρης Μπεναρδάκης ήταν Κρητικής καταγωγής. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε το 1799 στην Χίο και άλλες στο Ταϊγάνι. Μάλλον, πιστεύω, ότι πρέπει να δεχθούμε τη δεύτερη εκδοχή, μια και το πατρώνυμό του, το οποίο αναφέρεται, ήταν το γνωστό όνομα Εγκόρ. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του, τον συναντούμε ως αξιωματικό του τάγματος των Ουσάρων, απ' όπου όμως γρήγορα απολύθηκε για λόγους οικογενειακούς, στις 18 Ιανουαρίου 1823, με το βαθμό του υπολοχαγού. Ο έλληνας μαικήνας ασχολήθηκε με το εμπόριο κρασιών και στην Πετρούπολη ήταν γνωστός στα μέσα του περασμένου αιώνα ως κτηματίας και οινοβιομήχανος. Η οικογένεια του κατοικούσε στον αριθμό 68 της λεωφόρου Νέβσκι. Σήμερα, το κτήριο της οικογένειας Βερναρδάκη χρησιμοποιείται ως Οίκος των καλλιτεχνών της Πετρούπολης.
Εκτός από αυτήν την οικοδομή, στην οικογένεια του Δημητρίου Βερναρδάκη ανήκαν και τρία άλλα οικοδομήματα στη λεωφόρο Γκρέτσεσκογιε (Ελληνική).
Ο Δημήτριος Βερναρδάκης είναι γνωστός ως χορηγός προς το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Εθνικό Μουσείο Αθηνών. Εκτός από αυτές τις δωρεές, καθιέρωσε υποτροφίες για νέους οι οποίοι σπούδαζαν και βοήθησε οικονομικά πολλούς Έλληνες της Ρωσίας. Σε ρωσικό δημοσίευμα αναφέρεται ότι η Ελλάδα του οφείλει πολλά.
Ο ίδιος υπηρέτησε και τη δεύτερη του πατρίδα με τιμή και αξιοπρέπεια. Για την προσφορά του στη Ρωσία τιμήθηκε με πολλά παράσημα. Θα αναφέρουμε εδώ ορισμένες πρόσφορές του: Στον Δημήτρη Βερναρδάκη ανήκει η κατασκευή του κυματοθραύστη της _ρονστάτ. Στον ίδιο ανήκει η οργάνωση της εμποροπανήγυρης στην πόλη Γορόντσα, η ενίσχυση του μοναστηριού Μακάρεβσκογιε στην πόλη Νίζνι - Νόβγκοροντ κ. λ.π. Για τη συμμετοχή του αυτή στην κοινωνική ζωή της Ρωσίας του αναγνωρίστηκε η αρχοντική καταγωγή του.
Ο Δημήτριος Βερναρδάκης είχε τη ρωσική αλλά και την ελληνική υπηκοότητα. Είχε 8 παιδιά, τρία αγόρια και πέντε κορίτσια. Το 1856 ένα από τα αγόρια του γράφτηκε στη νομική σχολή του πανεπιστήμιου της Πετρούπολης. Στα ρωσικά αρχεία, και μάλιστα στον ατομικό φάκελο του Νικολάου Μπεναρδάκη, υπάρχει η απόφαση του βασιλιά της Ελλάδος να παρασημοφορηθεί με τον χρυσό σταυρό του Σωτήρος και μπορεί να τον φέρει μαζί του ακόμη και αποφοιτώντας από το πανεπιστήμιο.
Ο περιοδικός τύπος της Αυτοκρατορικής Ρωσίας της δεκαετίας του 60 του 19ου αι., δημοσίευσε τα χρηματικά ποσά τα οποία ο Δημήτριος Βερναρδάκης χορηγούσε τόσο για την Ρωσία όσο και για την Ελλάδα. Το 1861, με επιχορήγηση του Δημητρίου Μπεναρδάκη, προκηρύχθηκε διεθνής διαγωνισμός για την μακέτα του Μουσείου των Αθηνών.
Για την προσφορά του προς τον Πόντο πληροφορούμαστε από το βιβλίο του Ανέστη Παπαδόπουλου «Αναμνήσεις και νοσταλγήματα από τον Πόντο μας», τα παρακάτω: Στο Καπή -κιόϊ (Ζάζα) λειτούργησε μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο Κεντρική Σχολή με τέσσερεις τάξεις (Δ΄,Ε΄,ΣΤ΄,Ζ΄) που δίδασκαν τέσσερεις δάσκαλοι απόφοιτοι του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας. Μετά από παρότρυνση του Τραπεζούντιου ιατρού Γεωργίου Συμβουλίδη, ο Δημήτριος Μπεναρδάκης έστελνε κάθε χρόνο 300 ρούβλια για τη συντήρηση και λειτουργία του καλοοικοδομημένου διδακτηρίου που ονομάστηκε Βερναρδάκιος Σχολή. Σ' αυτή τη Σχολή ο Ανέστης Παπαδόπουλος δίδαξε το σχολικό έτος 1917 - 1918».
Για τον Δημήτρη Μπεναρδάκη ο γνωστός ρώσος λογοτέχνης Σ. Τ. Ακσάκοβ έγραψε τα ακόλουθα χαρακτηρίστηκα: «Ο Έλληνας Μπεναρδάκης μου έδωσε 2.000 ρούβλια για τον Γκόγκολ. Ο Μπεναρδάκης είναι ευφυής άνθρωπος. Πρώτος αυτός στην Πετρούπολη ονόμασε τον Γκόγκολ μεγαλοφυή συγγραφέα και θεώρησε ευτυχή τον εαυτό του που τον γνώρισε. Είχα πει στον Γκόγκολ ότι θα έγραφα στον Μπεναρδάκη, το γνωστό και θαυμάσιο Έλληνα, να στείλει για σένα 2.000 ρούβλια».
Ας επανέλθουμε στον ιερό ναό Αγίου Δημητρίου για τον οποίο πρέπει να αναφέρουμε ότι αποφασίσθηκε να χτιστεί ως Βυζαντινός ναός του 6ου με 11ου αι., και ότι ο αρχιτέκτονας καθηγητής Κούζμην φρόντισε, μια και υπήρχε αρκετό οικόπεδο, να έχει ο ναός και κήπο. Τελικά το οικόπεδο αυτό με τον ναό και τον κήπο του επέτρεψαν στον αρχιτέκτονα να δημιουργήσει μια καινούρια οδό στην περιοχή, στην οποία χτίστηκαν διάφορα πέτρινα μονώροφα σπίτια, για αυτούς που υπηρετούσαν στο ναό. Στο τέλος, αυτή η καινούρια οδός ονομάστηκε Ελληνική, στην οποία όχι μόνο κατοικούσαν εκεί Έλληνες, αλλά και από το γεγονός ότι όσοι υπηρετούσαν στο ναό προέρχονταν από την Αθήνα.
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης στην Πετρούπολη θεωρήθηκε από πολλούς ως πρότυπο βυζαντινού ναού στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορικής Ρωσίας. Από καλλιτεχνικής και διακοσμητικής πλευράς είχε το στυλ βυζαντινού ναού της Ελλάδος και του Αγίου Όρους. Επάνω από τον τρούλο του ναού υψωνόταν σταυρός 25 περίπου μέτρων. Εξάλλου, τα 40 παράθυρα του ναού, από τα οποία τα 24 ήταν στον τρούλο, βοηθούσαν στο να φωτίζονται οι τοιχογραφίες του από το φως που περνούσε από αυτά. Τέλος, ο ναός είχε άριστη ακουστική.
Η ρωσική διανόηση εκτίμησε την αρχιτεκτονική, αλλά και γενικά την καλλιτεχνική αξία του ναού. Χαρακτηριστικά ο Ν. Π. Πέτροβ αναφέρει ότι είναι τόσο πολλά τα πλεονεκτήματα αυτού του ναού, ώστε η αποσιώπησή τους σημαίνει ότι δεν υπογραμμίζεται η πραγματική τους αξία. Χαρακτηρίζοντας ο ίδιος την αρχιτεκτονική του ναού, αναφέρει ότι αυτός ανήκει στο ρωμαϊκό - βυζαντινό στυλ. Και συνεχίζει γράφοντας ότι τα πρώτα κτήρια των εκκλησιών στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν έτοιμα σπίτια σε στυλ Βασιλικής, δηλαδή ορθογωνίου, όπως ο ναός του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Όταν όμως εξαπλώθηκε ο Χριστιανισμός στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά, το αρχιτεκτονικό σχήμα των ναών πήρε τη μορφή του σταυρού. Ο σταυροειδής ναός βέβαια επικράτησε αργότερα την Ανατολή. Πριν από το σταυροειδή ναό είχαμε τον τετράγωνο (όπως είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη) και τον κυκλικό (όπως είναι ο ναός του Αγίου Βιτάλιου στη Ραβέννα και του Αγίου Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη). Ο ναός του Αγίου Δημητρίου στην Πετρούπολη είχε αρχιτεκτονικά ως πρότυπο το ναό του Αγίου Γεωργίου Θεσσαλονίκης, με κύριο χαρακτηριστικό την τοποθέτηση κλίμακας με 9 σκαλοπάτια. Άλλο χαρακτηριστικό του ναού ήταν ο κατάλληλος χρωματισμός της εξωτερικής κατ' απομίμηση έγχρωμής, πάντοτε εξωτερικά, μια κόκκινη ζώνη, όπως σ΄ όλα τα παλιά χριστιανικά κτήρια.
Στο εσωτερικό της θύρας του καμπαναριού μια άλλη κτητορική επιγραφή, στη ρωσική γλώσσα, μας θύμιζε τα εγκαίνια του ναού: «Ανεγέρθη αυτός ο ναός του Αγίου Δημητρίου επί Αυτοκρατορίας Αλέξανδρου Β΄ (1855 - 1881), δαπάνες Δημητρίου Μπεναρδάκη, υπό την επίβλεψη του (Γενικού Πρόξενου) Κοντογιαννάκη. Η ανοικοδόμηση άρχισε το 1861 και ολοκληρώθηκε το 1864. Αρχιτέκτονας ήταν ο Κουζμήν» . Η ίδια κτητορική επιγραφή ήταν και στην ελληνική γλώσσα.
Σχετικά με την τοιχογραφία του εσωτερικού του ναού, ο συγγραφέας Πετρόβ ανέφερε χαρακτηριστικά ότι αυτός πραγματοποιήθηκε με φόντο το χρυσό και ότι γενικά κατασκευάστηκε ώστε να είναι ασυγκρίτως καλύτερη από όλους τους άλλους ναούς της Πετρούπολης. Εδώ θα αναφέρουμε ότι οι μεγάλες φορητές εικόνες του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και της Αγίας Παρασκευής μεταφέρθηκαν στην Πετρούπολη από την Ελλάδα, από τον αρχιμανδρίτη Πράξιο.
Στα εγκαίνια του ναού, στις 31 Οκτωβρίου 1865, ο ιερέας Αλέξιος Λαβρόβσκι τόνισε ότι ο ναός του Αγίου Δημητρίου μπορεί να γίνει ο ενδιάμεσος κρίκος στην αναθέρμανση της ορθοδόξου παραδόσεως, την οποία θα κρατήσει αναλλοίωτη.
Με την έναρξη της λειτουργίας του ναού, πρώτος ιερατικός προϊστάμενος διορίστηκε ο αρχιμανδρίτης Νεόφυτος, ο οποίος γεννήθηκε και μορφώθηκε στην Αθήνα. Εγκατέλειψε τον κόσμο αυτόν το 1892 στην Πετρούπολη. Ακολούθησε ο αρχιμανδρίτης Προκόπιος (κατά κόσμον Παρασκευάς Κουκουλάρης), ο οποίος γεννήθηκε το 1858 στην Αθήνα και μορφώθηκε εκεί. Στην Πετρούπολη πήγε το 1892, μετά από άδεια και ευλογία του μητροπολίτου Ισιδώρου.
Αρκετά κολακευτικά λόγια γράφτηκαν στον περιοδικό τύπο εκείνης της εποχής για το ναό του Αγίου Δημητρίου Πετρούπολης. Ας δούμε ένα δημοσίευμα του 1868: «Από τα καινούρια κτήρια της Πετρούπολης, η ελληνική εκκλησία έχει την καλύτερη αρχιτεκτονική. Από την πρώτη ματιά φαίνεται ότι ο αρχιτέκτονας καθηγητής Κουζμήν ήθελε να μας δείξει ένα δείγμα της πρώιμης εποχής του Χριστιανισμού και της Βυζαντινής καλλιτεχνίας. Η εκκλησία έχει συνολικά 40 παράθυρα, χάρις στα οποία το κτήριο είχε πολύ φως. Ο πολυέλαιος κατασκευάστηκε από καθαρό ασήμι και έχει επιβλητικό ύφος.»
Η λειτουργία του ναού άλλαξε και την περιοχή η οποία γέμισε με νέα κτήρια, επιβλητικού ρυθμού.
Το 1886 ο αρχιτέκτονας Κ. Σ. Αφανάσεβ αναστήλωσε το ναό του Αγίου Δημητρίου, χωρίς όμως να αλλάξει ουσιαστικά τίποτε, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του ναού.
Η λειτουργία του ναού συνεχίστηκε ως το 1938. Αλλά τον Ιανουάριο του 1939 ο ναός, ύστερα από εντολή των σοβιετικών οργάνων, έκλεισε και απαγορεύτηκε η λειτουργία του. Τελευταίος ιερατικός προϊστάμενος του ναού ήταν ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Δούκας.
Πράγματι, το 1961, την εποχή του Ν. Σ. Χρουτσώφ, η ελληνική εκκλησία του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης γκρεμίστηκε και στην θέση της ανεγέρθηκε η αίθουσα συναυλιών «Οκτιαμπρόσκαγια ».
Στις 16 Νοεμβρίου 1962, λίγο πριν αρχίσουν το κτίσιμο της αίθουσας συναυλιών, στην εκσκαφή των θεμελίων, οι εργάτες βρήκαν πλάκα από γρανίτη, στη μέση της οποίας υπήρχε μια τρύπα σκεπασμένη από άλλη μικρή πλάκα διαστάσεων 25,5 _ 17,5 εκατοστά. Όταν οι εργάτες έβγαλαν τη μικρή πλάκα, βρήκαν ρωσικά νομίσματα των ετών 1867, 1869 και 1870. Τελικά, κάτω από την πλάκα βρέθηκε σηκός, στους τοίχους του οποίου υπήρχαν λευκά πλακάκια. Στο κέντρο του σηκού υπήρχε μεταλλικό φέρετρο, το οποίο είχε στο εσωτερικό του ξύλινο φέρετρο με πτώμα ανδρός, πλούσια ντυμένου. Στο ίδιο μέρος υπήρχε μολύβδινο κιβώτιο όπου βρέθηκαν 6 φωτογραφίες ανδρών και γυναικών, μερικά νομίσματος και η βιογραφία του νεκρού, με τυπογραφικά στοιχεία. Από την βιογραφία προέκυψε ότι ο νεκρός ήταν του Δημητρίου Εγκόροβιτς Μπεναρδάκη, ο οποίος γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1799, δαπάνες του οποίου ανεγέρθη ο ναός του Αγίου Δημητρίου. Αυτός εγκατέλειψε τον κόσμο αυτόν στις 28 Μαΐου 1870, στο Βισμπάντεν και με την άδεια του Αυτοκράτορα Αλέξανδρου Β΄ θάφτηκε εκεί, στις 21 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς.
Τόση ήταν η εκτίμηση της ρωσικής κοινωνίας στο πρόσωπο του Δημήτρη Μπεναρδάκη, ώστε, όταν μεταφέρθηκε ο νεκρός του σιδηροδρομικώς από το Βισμπάντεν στην Πετρούπολη, στον σιδηροδρομικό σταθμό Νικολάεβσκ της πρωτεύουσας, πρώτος απ΄ όλους τον υποδέχθηκε ο αυτοκράτορας. Στο Βισμπάντεν, όταν βαλσάμωναν τον νεκρό του Δημήτρη Μπεναρδάκη, ανακάλυψαν ότι έλειπε η καρδιά του. Αργότερα μαθεύτηκε ότι η καρδιά του θάφτηκε στην Ελλάδα.
Το 1866 ο Δημήτριος Μπεναρδάκη έστειλε στην Κρήτη ένα ιστιοφόρο πλοίο με πλήρη πολεμοφόδια, όπλα και άλευρα για βοήθεια στους επαναστάτες. Αλλά και ο γιος του Νικόλαος βοήθησε με πολλούς τρόπους τον αγώνα των Κρητικών.
Πηγή: oraman.eu Επιμέλεια: Σωκράτης Αγγελίδης διδάκτωρ Ιστορίας- Ασιολογίας