© Φωτογραφία: Flickr.com/TJOE MARINARO/cc-by |
Το ρούβλι ήταν ένα από τα πιο υποτιμημένα νομίσματα.
Οι ειδικοί πιστεύουν ότι οι συντάκτες του δείκτη δεν βρίσκονται και πολύ μακριά από την αλήθεια.
Ο δείκτης του Μπιγκ Μακ επινοήθηκε το 1986 και βασίζεται στην θεωρία της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης. Δηλαδή την συναλλαγματική ισοτιμία σχετικά με ένα συγκεκριμένο σύνολο προϊόντων και υπηρεσιών.
Γιατί όμως το Μπιγκ Μακ; Υπάρχει μια πολύ απλή εξήγηση: το σάντουιτς αυτό πωλείται σε όλο τον κόσμο και περιέχει τα βασικά τροφικά συστατικά: το κρέας, το τυρί, τα λαχανικά το ψωμί.
Με έναν ιδανικό ανταγωνισμό σε όλο τον κόσμο η αξία του Μπιγκ Μακ σε δολάρια πρέπει να είναι η ίδια. Αλλά δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Σύμφωνα με το The Economist, στην Αμερική κοστίζει 4 δολάρια 38 σεντς, ενώ στην Κίνα κάτι παραπάνω από δυόμισι δολάρια, και στην Ρωσία ακόμη πιο φθηνά.
Συγκρίνοντας τις τιμές σε διάφορες χώρες, μπορούμε να καταλάβουμε, κατά πόσο «δίκαιες» είναι οι τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Αυτός ο μη σοβαρός δείκτης άρεσε τόσο πολύ στους οικονομολόγους, ώστε εμφανίστηκε ο όρος «μπούργκερ-οικονομία» («burgernomics»), ενώ πάνω στον δείκτη του Μπιγκ Μακ γράφονται επιστημονικές διατριβές.
Τι μας παρουσιάζει λοιπόν το Μπιγκ Μακ; Το πιο υποτιμημένο νόμισμα σήμερα είναι η ινδική ρουπία, της οποίας η τιμή αγοράς θα έπρεπε να είναι υψηλότερη σχεδόν κατά 62%. Την ακολουθούν τα νομίσματα της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, του Χονγκ Κονγκ, της Ουκρανίας, της Αιγύπτου. Η Ρωσία βρίσκεται στην έκτη θέση.
Τι μας παρουσιάζει λοιπόν το Μπιγκ Μακ; Το πιο υποτιμημένο νόμισμα σήμερα είναι η ινδική ρουπία, της οποίας η τιμή αγοράς θα έπρεπε να είναι υψηλότερη σχεδόν κατά 62%. Την ακολουθούν τα νομίσματα της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, του Χονγκ Κονγκ, της Ουκρανίας, της Αιγύπτου. Η Ρωσία βρίσκεται στην έκτη θέση.
Το δολάριο σύμφωνα με την «μπούργκερ-οικονομία» έπρεπε να κοστίζει περίπου δεκαεπτά ρούβλια και όχι 30. Μεταξύ των υποτιμημένων νομισμάτων βρέθηκαν τα νομίσματα των χωρών BRICS και πολλών αναπτυσσόμενων χωρών, γεγονός το οποίο είναι λογικό, λέει ο Γιούρι Ντανίλοφ, διευθυντής του ιδρύματος «Κέντρο ανάπτυξης της κεφαλαιαγοράς»:
Πάντα είναι υποτιμημένα σε σχέση με την ισοτιμία της αγοραστικής αξίας. Και με την ανάπτυξη της εθνικής νομισματικής αγοράς, της εθνικής οικονομίας και την αύξηση της «εμπέδωσης» της οικονομίας στο σύστημα του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας, τα στοιχεία αυτά αρχίζουν να συγκλίνουν. Αρκετά γρήγορα πραγματοποιείται αυτή η διαδικασία για την ινδική ρουπία και το κινεζικό γιουάν.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η αξία του νομίσματος δεν αντιστοιχεί πάντα στην ισοτιμία της αγοραστικής αξίας. Η γνώμη του Κιρίλ Τρεμάσοφ, διευθυντή του αναλυτικού τμήματος της τράπεζας «Νόμος-μπανκ», σχετικά με το θέμα αυτό είναι η ακόλουθη:
Αυτό έχει σχέση με πολλούς οικονομικούς παράγοντες: με την επενδυτική ελκυστικότητα των χωρών αυτών, με την συναλλαγματική ισοτιμία. Είναι γνωστό ότι πολλές χώρες απλώς συγκρατούν τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες.
Έτσι, η Τράπεζα της Κίνας για μεγάλο χρονικό διάστημα υποτιμούσε την ισοτιμία του γιουάν για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των κινεζικών προϊόντων. Υπάρχουν υπερτιμημένα νομίσματα. Στην πρώτη θέση βρίσκεται το μπολίβαρ της Βενεζουέλας, οι κορώνες της Νορβηγίας και Σουηδίας. Η αξία του δολαρίου είναι περισσότερο ή λιγότερο δίκαια, όμως το ευρώ είναι κάπως υπερτιμημένο. Ο Γιούρι Ντανίλοφ πιστεύει ότι μακροπρόθεσμα τα περισσότερα νομίσματα θα έχουν τάση να πλησιάζουν στην ισοτιμία της αγοραστικής δύναμης. Την μόνη εξαίρεση θα αποτελέσει το ελβετικό φράγκο:
Διότι οι ροές κεφαλαίων έρχονται σε αυτή την χώρα, εκεί υπάρχουν οι τράπεζες, εκεί υπάρχει η ασφαλής φύλαξη των χρηματικών πόρων. Γι’ αυτό το ελβετικό φράγκο πάντα θα είναι υπερτιμημένο. Πολύ πιθανόν να υπερτιμηθούν και μερικά άλλα νομίσματα, τα οποία βασίζονται σε ορισμένους φυσικούς πόρους που έχει χώρα, όπως η νορβηγική κορώνα.
Πηγή: Βλαντ Γκρινκέβιτς, ruvr.ruΠάντα είναι υποτιμημένα σε σχέση με την ισοτιμία της αγοραστικής αξίας. Και με την ανάπτυξη της εθνικής νομισματικής αγοράς, της εθνικής οικονομίας και την αύξηση της «εμπέδωσης» της οικονομίας στο σύστημα του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας, τα στοιχεία αυτά αρχίζουν να συγκλίνουν. Αρκετά γρήγορα πραγματοποιείται αυτή η διαδικασία για την ινδική ρουπία και το κινεζικό γιουάν.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η αξία του νομίσματος δεν αντιστοιχεί πάντα στην ισοτιμία της αγοραστικής αξίας. Η γνώμη του Κιρίλ Τρεμάσοφ, διευθυντή του αναλυτικού τμήματος της τράπεζας «Νόμος-μπανκ», σχετικά με το θέμα αυτό είναι η ακόλουθη:
Αυτό έχει σχέση με πολλούς οικονομικούς παράγοντες: με την επενδυτική ελκυστικότητα των χωρών αυτών, με την συναλλαγματική ισοτιμία. Είναι γνωστό ότι πολλές χώρες απλώς συγκρατούν τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες.
Έτσι, η Τράπεζα της Κίνας για μεγάλο χρονικό διάστημα υποτιμούσε την ισοτιμία του γιουάν για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των κινεζικών προϊόντων. Υπάρχουν υπερτιμημένα νομίσματα. Στην πρώτη θέση βρίσκεται το μπολίβαρ της Βενεζουέλας, οι κορώνες της Νορβηγίας και Σουηδίας. Η αξία του δολαρίου είναι περισσότερο ή λιγότερο δίκαια, όμως το ευρώ είναι κάπως υπερτιμημένο. Ο Γιούρι Ντανίλοφ πιστεύει ότι μακροπρόθεσμα τα περισσότερα νομίσματα θα έχουν τάση να πλησιάζουν στην ισοτιμία της αγοραστικής δύναμης. Την μόνη εξαίρεση θα αποτελέσει το ελβετικό φράγκο:
Διότι οι ροές κεφαλαίων έρχονται σε αυτή την χώρα, εκεί υπάρχουν οι τράπεζες, εκεί υπάρχει η ασφαλής φύλαξη των χρηματικών πόρων. Γι’ αυτό το ελβετικό φράγκο πάντα θα είναι υπερτιμημένο. Πολύ πιθανόν να υπερτιμηθούν και μερικά άλλα νομίσματα, τα οποία βασίζονται σε ορισμένους φυσικούς πόρους που έχει χώρα, όπως η νορβηγική κορώνα.